γρανίτης — Όξινο εκρηξιγενές πέτρωμα. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι οι αλκαλιούχοι άστριοι (ορθόκλαστο ή μικροκλινής συνήθως), ο χαλαζίας, με συμμετοχή μικρότερης ποσότητας μαρμαρυγία (μοσχοβίτη ή βιοτίτη ή και των δύο μαζί), αμφίβολοι… … Dictionary of Greek
πλαγιοκλαστικός — ή, ό, Ν [πλαγιόκλαστο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλαγιόκλαστο … Dictionary of Greek
καμπτονίτης — Πυριγενές πέτρωμα που βρίσκεται με τη μορφή φλεβών και ανήκει στην οικογένεια των λαμπροφύτων. Αποτελείται κυρίως από συμπαγή ή λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα (από πλαγιόκλαστο και μικρολίθους αμφιβολίτη και αυγίτη) και φαινοκρυστάλλους βιοτίτη,… … Dictionary of Greek
μεσοπερθίτης — ο (ορυκτ.) μεσόκοκκη ετερογενής ποικιλία περθίτη η οποία περιέχει σε παραπλήσιες αναλογίες καλιούχο άστριο και νατριούχο πλαγιόκλαστο … Dictionary of Greek
πικρίτης — Ονομασία δύο τύπων πετρωμάτων: ενός πλουτωνίτη και ενός ηφαιστείτη. Ο π. Διείσδυσης είναι ένα φλεβικό, βασικό πέτρωμα, που αποτελείται από αυγίτη, ολιβίνη και δευτερεύοντα ορυκτά· ο ιστός του είναι πορφυριτικός. Οπ. έκχυσηςαποτελείται κυρίως από… … Dictionary of Greek
σωσσυριτίωση — η, Ν [σωσσυρίτης] (ορυκτ.) διεργασία κατά την οποία ασβεστούχο πλαγιόκλαστο εξαλλοιώνεται σε ένα χαρακτηριστικό συσσωμάτωμα ορυκτών που ονομάζεται σωσσυρίτης … Dictionary of Greek
τεφρίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, που προέρχεται από τη στερεοποίηση ενός βασικού μάγματος και χαρακτηρίζεται από την εξής ορυκτολογική σύσταση: αστριοειδή (λευκίτης ή νεφελίνης), ασβεστονατριούχο πλαγιόκλαστο και πυρόξενος (αυγίτης ή αιγιριναυγίτης).… … Dictionary of Greek
τροκτόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα, με χονδροκοκκώδη ιστό, το οποίο αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από ολιβίνη και πλαγιόκλαστο … Dictionary of Greek
χαουαρδίτης — ο, Ν (αστρον. ορυκτ.) τύπος λιθομετεωρίτη αποτελούμενου από τα ορυκτά ορθοπυρόξενο, πλαγιόκλαστο και ολιβίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. howardite] … Dictionary of Greek
αλκαλικοί γρανίτες — Είδος γρανιτών που δεν περιέχουν πλαγιόκλαστο (ασβεστονατριούχους αστρίους) … Dictionary of Greek